Archive for the ‘Κείμενα συγγραφέων για τη Κωνσταντινούπολη’ Category

0005952_195

«Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό και να μην πω το αυτονόητο: Είναι πανέμορφη η Πόλη, είναι πανέμορφο το Πέρα. Βαρύ και ασήκωτο το φορτίο που κουβαλούν. Κάθε γωνιά τους έχει και μια ιστορία, κάθε στενό τους έχει το δικό του μυστικό.
Εδώ και αιώνες γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται διθύραμβοι για το κάλλος της Πόλης, για την αρχοντιά και τη μεγαλοπρέπειά της, για την ιστορία της… Τι μπορεί να προσθέσει κανείς όταν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων και όλων των τεχνών ζωγράφισαν, τραγούδησαν και έγραψαν για κάθε σπιθαμή της, βάζοντας ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο μωσαϊκό που τη συνιστά; Αν πρέπει όμως να συμπυκνώσουμε όλα αυτά και θελήσουμε να δώσουμε ένα στίγμα της που να τα συγκεντρώνει όλα, θα καταλήξουμε στο Πέρα. Χωρίς να θέλω να μειώσω την ομορφιά και την αξία καμίας άλλης περιοχής, θεωρώ πως στο Πέρα χτυπούσε και εξακολουθεί να χτυπάει η καρδιά της Πόλης».
Ένα σύντομο οδοιπορικό, εκ των έσω, στην ιστορία της πιο φημισμένης αστικής περιοχής της Πόλης, στο πολυπολιτισμικό Πέρα, το οποίο όμως στιγματίστηκε καθοριστικά από την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Μέσα από μία βιωματική αφήγηση περιγράφονται τα σχολεία, τα προξενεία και τα μέγαρα, ο κινηματογράφος, το θέατρο και ο Τύπος, αλλά και οι άνθρωποι, αστοί, διανοούμενοι ή γραφικοί, που έδωσαν πνοή και χρώμα στην περιοχή. Ξεκινώντας από την πρώτη κατοίκηση του Πέρα τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα, ξεδιπλώνεται η ακμή και η παρακμή μιας κοσμοπολίτικης κοινωνίας, παράλληλα με τη μεταμόρφωση της όψης της περιοχής.
Η έκδοση συμπληρώνεται από φωτογραφικό υλικό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα :
H Iώ Τσοκώνα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1964. Τελείωσε το Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Συνέχισε τις σπουδές της στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Πειραιά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα, μεταφράζοντας από και προς τα τουρκικά.
To βιβλίο προλογίζει ο φιλόλογος και συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης
Πληροφορίες: Το βιβλίο «Το Πέρα των Ελλήνων» από την Iώ Τσοκώνα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»

 

10354823_10204449567573361_4470102670736005998_n

«……..Μόνον η Κωνσταντινούπολη αντικρίζει την Δύση και την Ανατολή , μόνον αυτή κυβέρνησε στεριές και πελάγη . Η     ζωή της δράμα . ΣκλYyeni-camiάβα κι αρχόντισσα , υψωμένη και ταπεινωμένη ,αγαπητικιά και σύζυγος , καλογριά και εταίρα. Βυζάντιο-Κωνσταντινούπολη-Σταμπούλ. Κόσμος ολόκληρος. Αιωνιότητα . Γύρω απ’αυτήν σκοτώνεται η υφήλιος .Ο Γραικός την δόξασε και την έχασε. Ο Φράγκος την έκλεψε και την ατίμασε . Ο Τούρκος την πήρε με το γιαταγάνι του και την γλεντά. Τα έθνη της γης την ορέγονται , όπως ο άνδρας την γυναίκα……»

«……Καμιά πόλη δεν ασκεί τη γοητεία της Κωνσταντινούπολης .Την προηγούμενη νύχτα πριν την αντικρίσεις , θα ονειρευτείς το πιο παράξενο όνειρο της ζωής σου . Θα δεις πολιτείες των παραμυθιών  με κρυσταλλένια  και μαρμάρινα παλάτια , θα δεις βρύσες  με το αθάνατο νερό  και σπηλιές με τους δράκους .Θα  δεις θησαυρούς , χρυσάφι και πεντάμορφες  με τα ξανθά μαλλ4210448773_f766a061f8ιά .Θα δεις λεφούσια  καβαλάρηδες  και βασιλιάδες  σαν τον ήλιο . Θα δεις τάφους και κρεβάτια ερωτικά , πολέμους κι αγάπες , ζωή και θάνατο. Ένα φανταστικό, ηδύπαθο, τερατώδες,  ανερμήνευτο όνειρο.  Κανείς ονειροκριτής δεν το εξηγεί. Το εξηγεί αυτή μόνο , η Κωνσταντινούπολη  .Γιατί , η Κωνσταντινούπολη  είναι το φίλτρο των ονείρων , είναι η χρυσόσκονη  των παραμυθιών , το χασίς , το όπιο. Κι είναι η ίδια παραμύθι και όνειρο . Είναι η Χαλιμά καμωμένη πόλη….»  

Galata  bridge

«….Κωνσταντινούπολη  πανόραμα , Κωνσταντινούπολη άπειρο θέαμα , παντοδύναμο, μέγα. Θέαμα αυτοκρατορικό , κοσμοκρατορικό. Για να το απολαύσεις ως το βάθος  του πρέπει  να κατακτήσεις την Κωνσταντινούπολη την ίδια . Να την κατακτήσεις με το σπαθί  ή  με το  χρυσάφι , με προδοσία  ή με δύναμη .Και να είσαι ένας μεγάλος της Ιστορίας , να είσαι Κωνσταντίνος  ή  Μωάμεθ ο Κατακτητής. Να την διεκδικήσεις , στήθος με στήθος,  ενώπιον όλου του κόσμου  , ενώπιον  του  Θεού και της αιωνιότητας .Εμείς οι άλλοι ,  οι μικροί και  οι άσημοι , τι καταλαβαίνουμε απ’την ομορφιά της ;  Μόνον  αυτοί οι δυο την γλέντησαν ολάκερη : ο ιδρυτής και  ο πορθητής της. Εμείς  οι άλλοι την λαχταρούμε  μονάχα. Είμαστε τα αναρίθμητα θύματα της – ζωγράφοι, προσκυνητές και τραγουδιστάδες της. Ευτυχισμένοι που μας αφήνει να την βλέπουμε , τρελοί που την βλέπουμε .Ταπεινοί μπροστά  στα πόδια της , παραληρούμε  το όνομα της : Κωνσταντινούπολη  !!!! »

4210464461_5b2b27e52a

Place de Tophane, Constantinople

Kariye mosque

    «  Το καύχημα των ζώντων υπό την του ηλίου ανατολήν  »

Τρακόσες θρησκείες είχε το ρωμαϊκό κράτος . Όλες σβήσανε η μια ύστερα από την άλλη , και βασίλεψε ο χριστιανισμός. Μητρόπολη της νέας θρησκείας καταστάθηκε η Κωνσταντινούπολη , που την έχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος στο μέρος που ήτανε πρωτύτερα ένα χωριό το  αρχαίο Βυζάντιο. « Η Κωνσταντινούπολη έγινε παραμυθένια πολιτεία .Τη λέγανε «Βασιλεύουσαν Πόλιν», «Θεοφρούρητον» , «Το καύχημα των ζώντων υπό την του ηλίου ανατολήν» , κι άλλα πολλά ονόματα είχε η θαυμαστή αυτή πολιτεία .Όλος ο κόσμος γύριζε γύρω στην Κωνσταντινούπολη , όλοι οι άνθρωποι ονειρευόντανε να πάνε στη Πόλη. Εκτός από τους ντόπιους , έβλεπε κανένας μέσα σ’αυτή  την πολιτεία  λογής-λογής ανθρώπους από κάθε φυλή, Αρμένηδες, Βούλγαρους, Ρουμάνους ,Αφρικανούς, Ιταλιάνους, Ουγγαρέζους, Σπανιόλους , Γερμανούς , Σέρβους, Περσιάνους, Τούρκους, Αραπάδες, ως και Ιντιάνους, Μογγόλους, Κινέζους, ακόμα  κι αγριανθρώπους, από κείνους που  ζούνε  ως τα σήμερα  γυμνοί. Τα πλούτη της Πόλης  ήταν παραμυθένια, το ραχάτι κι η καλοπέραση  βρισκόντανε πλάγι  στα μοναστήρια και  στα ασκηταριά. Ο  κόσμος περνούσε  καλά τη ζωή του , φτήνια  μεγάλη σε όλα τα πράγματα .Δεν ήτανε σαν  άλλες μεγάλες πολιτείες , σαν τη Ρώμη , να πούμε , που κατοικούσανε άρχοντες  πλούσιοι τριγυρισμένοι  από φτωχολογιά  που ζούσε σαν τα ζώα, αλλά οι περισσότεροι Κωνσταντινουπολίτες  ήτανε μαστόροι, τεχνίτες που κάνανε κάθε λογής πράγμα. Ο,τι να ζητούσες το’βρισκες καμωμένο τέλεια .Ο,τι κάνανε οι τεχνίτες της Πόλης  ήτανε το πιο μαστορικό  που μπορούσε να γίνει , από τα χτίρια, από τα ψηφιά , τις ζωγραφιές, τα σκαλίσματα, τα βιβλία τα γραμμένα με το χέρι , τα χρυσαφικά, τ’ασημικά ,τα μπρούντζα, ίσαμε τα παπούτσια , τα μαχαίρια , τα ρούχα, τα καράβια, τ’άρματα, τα φαγητά, τα γλυκίσματα,  τα ροδοστάματα, τα πιοτά,  όλα όσα  μπορεί να βάνει  κανένας με το νου του . Σε κάθε άλλη πολιτεία  είτε έθνος,  από όσα πράγματα γίνουνται  με το χέρι του ανθρώπου , άλλα είναι έμορφα κι άλλα άτεχνα. Στο Βυζάντιο όλα ήτανε καμωμένα  με λεπτή καλαισθησία  και με σιγουριά , ακόμη και τα πιο τιποτένια πράγματα  όπως τα βλέπουμε σήμερα στα μουσεία . Τίποτα δεν ήτανε άνοστο η προχειροφτιαγμένο . Θαρρείς πως όλα ήτανε καμωμένα  για να υπάρχουνε μέχρι τη συντέλεια του κόσμου . Αυτή η αιωνιότητα  και η σιγουριά  έβγαινε  από το θρησκευτικό  ορθόδοξο πνεύμα , που τα έντυνε όλα με μια στολή αφθαρσίας . Γι’ αυτό δεν αλλάζανε εύκολα  και γρήγορα τα σχέδια  στο κάθε πράγμα  ,αλλά αργά και συλλογισμένα. Απ’αυτό  πήρανε και παίρνουνε αφορμή κάποιοι  κουφιοκέφαλοι  και ρηχοί  άνθρωποι,  και λένε πως το Βυζάντιο  καρφώθηκε ακίνητο , και πως δεν προόδεψε τάχα ,εννοώντας πως είναι πρόοδος η μόδα και η κάθε ανοησία .Βέβαια το Βυζάντιο δεν άλλαζε όψη κάθε τόσο , σαν τον σημερινό χαμαιλέοντα , που τον λένε μοντέρνο  πολιτισμό , και γι’αυτό πρέπει να το κατηγοράνε , όπως θα κατηγορούσε κανείς  κάποιον που έχει δυνατό χαρακτήρα  και δεν γυρίζει από δώ  κι από κει σαν ανεμόμυλος. Για πολλούς , το να’ναι κανένας σοβαρός  και τίμιος είναι ενοχλητικό κατά την ιδέα τους, πρέπει να γίνεται και κάπου-κάπου  άτιμος και ανόητος, για ποικιλία. Το Βυζάντιο είχε χαραχτήρα  βαθύ και σοβαρό, κι όποιος  έχει χαραχτήρα  τέτοιον , αυτός το καταλαβαίνει . Τέλος !! Στα καλά χρόνια , το παλάτι είχε μέσα ως είκοσι πέντε χιλιάδες παλατιανούς .Οι αγορές και τα λιμάνια μερμηγκιάζανε  από κόσμο  αξέγνοιαστον και  καλοπερασμένον. Ωστόσο , πολλοί μπουχτίζανε  από την καλοπέραση και παγαίνανε στα βουνά  και γινόντανε ασκητάδες , από τον βασιλέα ίσαμε τον καρβουνιάρη. Όλοι τους νιώθανε  τη ματαιότητα του κόσμου , ζώντας  μέσα  σε μια τέτοια  αρχοντοπολιτεία. Όσοι ξένοι πηγαίνανε στη Πόλη , φαινόντανε  πως ήτανε βάρβαροι , αγροίκοι, κι ανοίγανε  το στόμα τους και χαζεύανε. Ένας Άραβας που πήγε να σεργιανίσει την Πόλη πριν από τα 1200, ο Χασάν Αλή ελ Χερεβί ,  σάστισε από το μεγαλείο της , και δεν γνώριζε πώς να ιστορίσει  όσα είδε , κι αφού γράφει  πως είναι παράδεισος η Κωνσταντινούπολη , λέγει : « Αλλάχ, κάνε, με τη χάρη σου  και με τη δόξα σου , να γίνει αυτή η πολιτεία  μητρόπολη του Ισλάμ!!» Ύστερα από διακόσια  πενήντα  χρονιά  βγήκε  αληθινή  η  ευχή  του.  

DSC03000

DSC02793

DSC02804

DSC02815

DSC02869

DSC02999

IMG_8768

IMG_9001


i-poli-ton-apontonGALATA9

GALKOPR

Abdullah_frères_-_Sultan_Ahmet_camii_Istanbul

DSC02984

DSC02763

DSC02833

DSC02680

IMG_7935

Επί οκτώ χρόνια ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας περιηγήθηκε δρόμο δρόμο τις ιστορικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης ξετρυπώνοντας λησμονημένα εκκλησάκια, γκρεμισμένες συναγωγές, βυζαντινές δεξαμενές γεμάτες σκουπίδια και ερείπια μιας ιστορίας πολύ πρόσφατης. Η Πόλη των Απόντων είναι ένα οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη των «άλλων»: των Ελλήνων, των Λεβαντίνων, των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ρώσων.   Εκείνων που έζησαν στον τόπο αυτό για χιλιετίες και σφράγισαν το αστικό τοπίο και την κουλτούρα του, αλλά σήμερα λάμπουν πια δια της απουσίας τους. Ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει τον συγγραφέα σε μια σειρά από περιπάτους στην Πόλη, γειτονιά – γειτονιά, αλλά και σε διαδρομές σε περιόδους της ιστορίας της και στο παρελθόν και το παρόν μίας από τις ιστορικές κοινότητές της. Πρόκειται για ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, μία προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του κοσμοπολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, βυζαντινής και οθωμανικής.
Αλλά και για ένα αγώνα απογραφής του τι απομένει στη σημερινή Ιστάνμπουλ των 17 εκατομμυρίων από ένα παρελθόν πολυεθνικό και πολύγλωσσο, που χαρακτήριζε την Πόλη κατά τη μιάμισι χιλιετία κατά την οποία υπήρξε πρωτεύουσα αυτοκρατορική.
Η Πόλη των Απόντων  είναι μία μεγαλούπολη όπου η απουσία έχει βάρος ισάξιο με την παρουσία στην αστική ταυτότητα. Δίπλα στη μεγαλούπολη που σφύζει από ζωή και κίνηση λανθάνει η πόλη της μνήμης και τα σιωπηλά μνήματά της. Τη σημερινή Κωνσταντινούπολη τη χαρακτηρίζει η νοσταλγία και το αίσθημα της απώλειας. Κάθε βήμα στις ιστορικές γειτονιές το συνοδεύουν τα αδιάψευστα ίχνη μιας απουσίας. Θλιβερή μαρτυρία εγκατελελειμμένων σπιτιών και ιερών. Σπίτια που τα κατοικούν «άλλοι». Ρημαγμένα νεκροταφεία. Η ανάμνηση ενός παρελθόντος ευτυχέστερου για πολλούς ξυπνά τη νοσταλγία και τη θλίψη. Όχι μόνο στα μέλη των μειονοτικών ομάδων που αφανίστηκαν από το αστικό τοπίο αλλά και στην παλιά αστική τάξη της Πόλης. Αυτή ολοένα και περισσότερο αναπολεί την πολυπολιτισμική μητρόπολη του παρελθόντος που αφανίστηκε τον εικοστό αιώνα. Στην Πόλη των Απόντων ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας συνδέει τον γεμάτο ζωή και ζωντάνια κόσμο του παρόντος των ιστορικών συνοικιών της Πόλης με εκείνον των ιστορικών κατοίκων τους. Έτσι αποκαθιστά τον ιστορικό και κοινωνικό σύνδεσμο σε ένα χάσμα που για τον επισκέπτη μοιάζει, δικαιολογημένα, αγεφύρωτο.
Ταυτόχρονα, όμως, ξεφεύγει από την παγίδα της θρηνωδίας για ένα χαμένο παρελθόν. Παραμερίζοντας τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, παραδίνεται στη μαγεία της σημερινής Πόλης που τον τριγυρίζει. Αφήνεται στη χαρά
της ανακάλυψης, αγαπά τους μικρόκοσμους που συναντά και τους κατοίκους τους, βιώνει την αγωνία του επερχόμενου τέλους τους. Το τέλος έχει, αυτή τη φορά, τη μορφή προγράμματος «αστικής εξυγίανσης» – νέος συρμός, κύμα που σαρώνει την Κωνσταντινούπολη καταστρέφοντας συνοικίες, μνημεία, ζωές, επαγγέλματα και συνήθειες αιώνων.

                                                         Who is who
Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Cambridge, αλλά παράτησε τη νομική καριέρα το 2003 με απέραντη ικανοποίηση. Την ίδια χρονιά μετοίκησε στην Πόλη, όπου περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του έκτοτε. Πειραματίστηκε σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους, όπου έσπασε τα μούτρα και τα νεύρα του. Δουλεύει ως δημοσιογράφος σε ελληνικά και βρετανικά μέσα από το 2003. Από το 2005 ως το 2009 υπήρξε ανταποκριτής της Καθημερινής στην Πόλη, ενώ συνεχίζει, από το 2004, ως ανταποκριτής του Mergermarket, πρακτορείου οικονομικών ειδήσεων του ομίλου των Financial Times. Aπό το 2011 συνδιευθύνει το ξενοδοχείο «Άνεμος» στο Κάστρο της Ίμβρου. Αλλά κατά βάση είναι επαγγελματίας νομάς. Όταν δεν περιφέρεται σε μέρη μακρινότερα, κινείται στο τρίγωνο Πόλη-Λονδίνο-Αθήνα. 

 
«  ΟΤΑΝ ΙΔΡΥΘΗΚΑΝ ΤΑ ΧΑΜΑΜ ΣΤΗ ΤΟΥΡΚΙΑ   δεν εξυπηρετούσαν  τις…..εξεζητημένες επιθυμίες  ολίγων πλουσίων . Εκεί κατέφευγε όποιος  ήθελε να κάνει μπάνιο  , δεδομένου ότι στο σπίτι του   δεν διέθετε  λουτρό. Σήμερα , τα σπίτια διαθέτουν αυτήν την  «πολυτέλεια»  , όχι  όμως και την ατμόσφαιρα των  παλιών δημοσίων λουτρών . Να λοιπόν γιατί ακόμη και σήμερα  άνδρες και γυναίκες  «γυρνούν» στην παράδοση : Για να απολαύουν το μοναδικό σέρβις  που παρέχεται .Για να συναντήσουν μια αισθητική χαμένη στο χρόνο . Χτισμένα  από Αρμένιους  και διακοσμημένα από Έλληνες , τα λουτρά της Πόλης   ξεφύτρωσαν μετά την Άλωση . Από τα 237 που υπήρχαν , σήμερα λειτουργούν  μοναχά τα 60. Ένα πρωί χτυπήσαμε  την πόρτα του «Ταριχί  Γαλατάσαραι  χαμαμί»  του πρώτου χαμάμ της  Πόλης , που χτίσθηκε το 1481  και διακοσμήθηκε από τον καλλιτέχνη  Βασίλη Ηγουμενίδη . Ο σημερινός   ιδιοκτήτης  του, Χουσεΐν , και το προσωπικό του  ξεκινούν  την περιήγηση μας  στους …… ομιχλώδεις  χώρους του χαμάμ . « Η κατάσταση δεν σηκώνει ηρωισμούς»  λέει ο ίδιος .Που να βρεις ήρωες  σε θερμοκρασία  άνω των  50 βαθμών ;Μόνο ραχατλήδες ενδημούν στην κεντρική αίθουσα . «Η δουλειά  στο χαμάμ  δεν «κόβει»  ποτέ» λέει ο Χουσεΐν . Από τις  6 το πρωί  ως τις 10 το βράδυ υπάρχει  συνεχής ροη  κόσμου  έτοιμου  να παραδοθεί  στα έμπειρα χέρια του χαμαμτζή . Τσόκαρα και καθαρές πετσέτες , βασικά αξεσουάρ  σ’αυτό  το πανάρχαιο  τελετουργικό της κάθαρσης . «Κάποτε  σ’αυτούς τους χώρους  οι ομοφυλόφιλοι  μπορούσαν  να αγοράσουν  και έρωτα , δίνοντας ένα μπαχτσίσι»  μας εκμυστηρεύεται ο Χουσεΐν . Σήμερα ο ερωτισμός  περνάει  αποκλειστικά  μέσα από το σκληρό γάντι  του χαμαμτζή , που προετοιμάζει  τον λουόμενο  για την ύψιστη  απόλαυση , το μασάζ. Όλα αυτά με το ποσό  των  6.000 δρχ.  Από την είσοδο του χαμάμ  παρελαύνουν  οι μασέρ  μπροστά  στα μάτια  των πελατών .  Η προσωπική  σχέση  που αναπτύσσεται  ανάμεσα   στο μασέρ  και τον πελάτη  τροφοδοτείται  και από το μπαχτσίσι , αναγκαίο  συμπλήρωμα   στο μηνιάτικο  του υπαλλήλου . Ο ίδιος  κανόνας  τηρείται  και στα λουτρά των γυναικών .Εδώ οι πελάτισσες εισέρχονται ολόγυμνες .Χρησιμοποιώντας   χειροποίητο σαπούνι  από ελαιόλαδο  και ένα σκληρό γάντι  για τρίψιμο , πετυχαίνουν ένα βαθύ  πίλινγκ. Κάποτε ο χώρος προσφερόταν και για αναψυχή , ελλείψει κέντρων διασκέδασης . Οι γυναίκες νοίκιαζαν το λουτρό για ώρες  και τραγουδούσαν ή συζητούσαν. Τις Κυριακές πάλι , ήταν ο ιδανικός  χώρος για πικνίκ !!!  Κουβαλώντας καλάθια  με τρόφιμα  και τα παιδιά τους , περνούσαν την μέρα  τους εκεί . Τι άλλο  μπορεί να κάνει  κανείς σήμερα  στο χαμάμ; Το …..γλέντι  του γάμου του !!!  Όσοι παντρεύονται με πολιτικό  γάμο   καταφύγουν  εκεί   για να γιορτάσουν  την έναρξη  της κοινής   ζωής  τους . Χωριστά , βεβαίως  οι άνδρες  από τις γυναίκες   .  Ωστόσο , οι άνδρες  συχνά  καταπατούν  κάποιους όρους . Μια χορεύτρια  της κοιλιάς  θα χορέψει  γι΄αυτούς   τη μέρα  του  γάμου. «Κάπου κάπου κάνουμε τα στραβά μάτια» λέει ο ιδιοκτήτης του παλαιότερου χαμάμ  της Πόλης .Τα στραβά μάτια όμως  δεν κάνει κανείς  όσον αφορά  την υγεία  εκείνων που  ξεχνιούνται  ξαπλωμένοι  πάνω  στον  μαρμάρινο  ομφαλό  του χαμάμ :  το σημεία  όπου «αναβλύζει»  η υψηλή θερμοκρασία  η οποία διαχέεται  σε όλο το χώρο. Οι χαμαμτζήδες  συμβουλεύον  : «Ονειρευτείτε , άλλα μην αποκοιμηθείτε»
      ΕΛΕΝΑ  ΜΟΣΧΙΔΗ
   περ. «Ε»  της   «Κυριακάτικης  Ελευθεροτυπίας»
   (10/10/1999)
ΑΝΤΙΓΡΑΦΩ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  « Αυγή »  της Κυριακής και την στήλη περιδιαβάζοντας  του  Ανταίου  Χρυσοστομίδη
  • Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης γεννήθηκε το 1952 στο Κάιρο της Αιγύπτου. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Ρώμη αλλά μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε στη δημοσιογραφία, το επάγγελμα του πατέρα του και του παππού του. Ταυτόχρονα άρχισε να μεταφράζει έργα Ιταλών συγγραφέων: έχει μεταφράσει πάνω από πενήντα μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκιμιακά έργα. Για τη δραστηριότητά του αυτή το 2003 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μετάφρασης, ενώ το 2004 το ιταλικό κράτος του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη Εργασίας. Από το 1989 συνεργάζεται σε εβδομαδιαία βάση με την εφημερίδα Αυγή, ενώ από το 1998 είναι υπεύθυνος του τμήματος ξένης λογοτεχνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη. 
 Κάνουμε κάποια γυρίσματα μπροστά στην Αγιά Σοφιά (  γίνεται ελληνικό ντοκιμαντέρ χωρίς σκηνές από την εκκλησία του Ιουστινιανού; δεν γίνεται   ). Κάνει πολύ κρύο, είναι ώρα φαγητού, οι τουρίστες έχουν αραιώσει. Ξαφνικά φτάνει ένα πούλμαν, το οποίο σταματά εκεί μπροστά και βάζει στη διαπασών κάτι ποντιακές μουσικές. Από το πούλμαν κατεβαίνουν καμιά εικοσαριά άνθρωποι, οι οποίοι, τυλιγμένοι στα παλτά και τα μπουφάν τους, αρχίζουν τον χορό. Ένας από την παρέα τραβάει βίντεο. Ξαφνικά καταλαβαίνουμε το μέγεθος της αντιστασιακής πράξης. Η παρέα αυτή των Ελλήνων ήρθε να χορέψει ποντιακούς χορούς μπροστά στην Αγιά Σοφιά και να απαθανατίσει την πράξη της στο βίντεο. Για να δείξει στους Τούρκους ότι εμείς, ως λαός, δεν είμαστε χαλβάδες. Περνάει ένα αμάξι της αστυνομίας. Τώρα θα γίνει επεισόδιο, σκεφτόμαστε. Τίποτα. Το αμάξι απομακρύνεται χωρίς να δώσει καμία σημασία στην παρέα των Ελλήνων. Μου φάνηκε σημαδιακό.